Είναι μαγευτικός ο τρόπος που η παράδοση παίρνει τις αρχαίες συνήθειες ή λατρευτικά έθιμα ή οτιδήποτε και το ενσωματώνει. Στην ουσία τίποτα δεν έχει πεθάνει, γιατί έχει κρατηθεί έχει μετουσιωθεί και έχει αλλάξει χαρακτηριστικά ανάλογα με κατά τόπους έθιμα.
Μια τέτοια περίπτωση είναι το νερό της Άρνης, το νερό (ύδωρ) της λήθης όπως το έλεγαν οι αρχαίοι, που το βρίσκουμε σε δημοτικό μοιρολόι αλλά και σε σύγχρονο τραγούδι του σήμερα.
Μα τι είναι αυτό το νερό της λήθης όμως ;
Κατά την αρχαία ελληνική δοξασία ο Χάρος είναι εκείνος που μεταφέρει τους νεκρούς στον κάτω κόσμο. Σε μερικά μέρη ακόμα και σήμερα τοποθετούν στο λείψανο ένα νόμισμα που λέγεται «περατίκι» επειδή είναι το νόμισμα με το οποίο ο νεκρός θα πληρώσει τα διόδια σαν να λέμε του Χάρου για να τον περάσει έως τον Άδη.
Είναι ο ναύλος που πλήρωναν οι αρχαίοι νεκροί στον Χάροντα για να τους περάσει από την Αχερουσία Λίμνη του Κάτω Κόσμου.
Ο Χάρος όμως δεν είναι μόνο ο διεκπεραιωτής των νεκρών, είναι και ο αμείλικτος διώκτης του ανθρώπου που του αφαιρεί τη ζωή.
Στον Άδη λοιπόν που κατέφτανε η ψυχή, λεγόταν πως διέκοπτε τον δεσμό με τον Πάνω Κόσμο. Και πως λησμονεί γρήγορα τον κόσμο εκείνο;
Πίνει το νερό της λήθης ή το νερό της λησμονιάς ή το νερό της Άρνης όπως εξίσου είναι γνωστό, με το οποίο αρνείται τα πάντα.
Η βρύση με το νερό αυτό βρίσκεται στο λεγόμενο λιβάδι της λησμονιάς, που αντιστοιχεί με τον «Ασφοδελού λειμώνα», των αρχαίων, από τον οποίον οπωσδήποτε θα περάσει ο νεκρός.
Εκεί υπάρχει και το λεγόμενο λησμοβότανο, που άμα το φάει κανείς παθαίνει την ίδια απώλεια μνήμης όπως και αν πιει το νερό της λήθης.
Και να πως αποκαλύπτεται η δημοτική ποίηση σε ένα μοιρολόι της που μαρτυρά τα εξής
Που πας ασήμι να κρυφτείς, και μάλαμα να λιώσεις..
Που πας ασημομάχαιρο στο χώμα να σε φάει
Πάω στης Άρνης τα βουνά στης αρνησιάς τους κάμπους,
Που αρνιέται η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
Που αρνιώνται τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα
Πάω στης Άρνης τα βουνά στης αρνησιάς τη βρύση
Που όποιος πάει και πιει νερό πίσω δεν θα γυρίσει ….
Και το ξανασυντάμε σήμερα στο εξαιρετικό και πολύ γνωστό τραγούδι του Σταύρου Σιόλα εδώ σε μια εκπληκτική εμφάνιση στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης