Η Κοκό Σανέλ, πέτυχε την επανάσταση στην μόδα γιατί ήταν η ίδια μια επανάσταση.
Πως πηρε το ονομα Κοκό και πωσ εχτισε τον κολοσσο
Έχουν προηγηθεί αιώνες περιορισμών, όπου τη νοοτροπία και στο ντύσιμο προτρέπει η θρησκευτική προσταγή, εποχές όπου η μεγάλη αυστηρότητα διέπει την ηθική, στα μεγέθη των ρούχων, και σε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει τα σώματα, ιδιαίτερα τα γυναικεία.
Είναι ακριβώς η εποχή όπου η γυναίκα στην πλειοψηφία της αντιμετωπίζεται ως ένα απλό όργανο αναπαραγωγής στην υπηρεσία του άνδρα.
Και κατόπιν, με τους πολέμους και τις επαναστάσεις, έρχεται η Κοκό Σανέλ, για να αλλάξει μια για πάντα τον παγκόσμιο χάρτη, και θα ήταν κρίμα να πούμε μόνο της μόδας, αφού συντέλεσε σε αλλαγή εποχής.
Μετά την καταπίεση, η ανάγκη για αλλαγή ήταν διάχυτη παντού. Οι σουφραζέτες, διεκδικούν με περίσσεια την χειραφέτηση. Οι ρυθμοί της μουσικής που φτάνει από την Αφρική είναι ασυγκράτητοι, και όλο αυτό το κύμα εξαπλώνεται στην Ευρώπη.
Η Σανέλ απαλλάσσει τις γυναίκες από μπούστα και κορσέδες, μακριές φούστες, άβολα και τεράστια καπέλα, και τις ντύνει με άνετα, μαλακά ρούχα, με φαρδιά παντελόνια, πιο κοντές φούστες, και ρούχα ευκολοφόρετα εν γένει.
Έχουν πολλά γραφτεί για την τεράστια αυτή γυναίκα. Θα μπορούσαμε όμως να προσθέσουμε ότι πέρα από την ορμή της εποχής που αντιπροσώπευσε επάξια, και έγινε η ίδια μέρος της, έκανε κάτι φοβερά έξυπνο συν τοις άλλοις.
Έκανε τον πόνο και τις δύσκολες στιγμές, δημιουργία.
Πως προέκυψε σαν ιδέα το «μικρό μαύρο φόρεμα» ;
Η Σανελ ντύνει τις γυναίκες με αντρικά πουκάμισα και παντελόνια, επειδή μόλις φτάνει στο κτήμα του πλούσιου εραστή της χωρίς να έχει σχεδόν τίποτα, προσαρμόζει πάνω της κομμάτια της γκαρνταρόμπας του και τα οικειοποιείται.
Η Σανέλ επιβάλλει το κοντό κούρεμα στα μαλλιά, ανατρέποντας πάλι τα δεδομένα, επειδή η ίδια έκοψε τα μαλλιά της κοντά, προβαίνοντας σε μια αρχαία και λίγο τραγική χειρονομία, γιατί ήταν απελπισμένη όταν την εγκατέλειψε ένας από τους μεγαλύτερους έρωτες της ζωής της.
Αλλά και το πασίγνωστο «μικρό, μαύρο φόρεμα» είναι εξαιρετικό να πούμε πως δημιουργήθηκε ως ιδέα. Επινοήθηκε από την Σανέλ όταν συνδύασε με την μοναδική της ευφυία και φαντασία, τις στολές των υπαλλήλων των καταστημάτων και των γραφείων, με τις ασπρόμαυρες στολές που φορούσαν οι γυναίκες μοναχές στα ιδρύματα, και που φυσικά έμειναν χαραγμένες από τα παιδικά της χρόνια.
Η πληγωμένη παιδική ζωή της
Το 1895 η μικρή Γκαμπριέλ Μπονέρ, όπως είναι το πραγματικό όνομά της και σε ηλικία μόλις 11 ετών εγκαταλείπεται, μετά τον θάνατο της μητέρας της, σε ένα ορφανοτροφείο, από τον αγαπημένο της πατέρα.
Εκείνος αφού αντάλλαξε μερικές κουβέντες με την μοναχή, της είπε:
«θα επιστρέψω να σε πάρω»
και αυτή η κουβέντα δεν έπαψε ποτέ να βουίζει στο κεφάλι της, και να στοιχειώνει τα όνειρά της. Αυτή η πεποίθηση ενίσχυσε κατά πολύ την ζωηρή φαντασία της, καθώς σκεπτόταν συνεχώς που μπορεί να ήταν ο πατέρας της, σε ποιο μέρος της Ευρώπης και του κόσμου, και καθυστερούσε να την πάρει, ωστόσο αυτή η ανεκπλήρωτη αναμονή κράτησε όλη της τη ζωή..
Στα 20 της αφήνει το ίδρυμα της Νοτρ – Νταμ, που διοικούσαν μοναχές, για να μετακομίσει στο Μουλέν όπου οι μοναχές και πάλι συνδέονται με μια εταιρία ενδυμάτων και πλεκτών. Μια μάλλον καρμική κατάσταση, αφού έμελλε να έρθει σε επαφή με τον κόσμο που λίγο αργότερα θα άλλαζε.
Πως πήρε το όνομα Κοκό
Όντας ακόμα στο Μουλέν η Σανέλ δεν έχει εντοπίσει ακόμη την παροιμιώδη καριέρα που την περιμένει στο ράψιμο, και αποφασίζει ένα φεγγάρι να ασχοληθεί με το τραγούδι παρότι γνωρίζει ότι δεν έχει ιδιαίτερες ικανότητες σε αυτό. Βέβαια η χαρισματική Σανέλ πρέπει να είδε στο στέκι όπου πήγε μια ευκαιρία που θεώρησε ότι δεν πρέπει να της ξεφύγει. Η Γκαμπριέλ, λοιπόν προσλαμβάνεται, και δεν γλιτώνει τον φθόνο των υπολοίπων τραγουδιστριών, που την αποκαλούν, η «πείνα της Ινδίας», λόγω της λεπτής σωματικής διάπλασης που δεν συμβαδίζει με το ύφος της εποχής.
Ωστόσο καταφέρνει να κερδίσει τους θαμώνες τραγουδώντας της νότες του Ko Ko Ri Ko Ko, αλλά και ένα άλλο περίφημο τραγούδι το «Ποιος είδε την Κοκό στο Τροκαντερό». Το ελαφρύ αυτό τραγουδάκι, που αναφερόταν στις ατυχίες μιας γυναίκας που έχασε το σκυλάκι της, κάνει ωστόσο επιτυχία, και οι θαυμαστές αρχίζουν να την φωνάζουν με το παρατσούκλι «Κοκο».
Όνομα με το οποίο έμελλε να γράψει την ιστορία της. Αλλά στο κακόφημο αυτό στέκι, η Γκαμπριέλ αηδιασμένη από τον τρόπο που απαξιωνόταν οι γυναίκες, και πως όλες σχεδόν υπέκυπταν στο κυνήγι ενός καλού θρησκευτικού γάμου, ως λύτρωση από τον ζυγό της πατριαρχίας, θα μηχανευτεί το σχέδιο της ανεξαρτησίας της, αυτό που θα την γράψει με χρυσά γράμματα στο πάνθεο.
Το επιχειρηματικό δαιμόνιο
Στο Μπιαρίτς πια το 1915 μισθώνει την βίλα Λαράντ και εγκαινιάζει τη νέα της μπουτίκ. Και εδώ κάνει μια υπέροχη καινοτομία για την εποχή. Αποφασίζει να αυξήσει τις τιμές στα ύψη, αλλιώς θεωρεί πως δεν θα την πάρουν στα σοβαρά! Με αυτό τον τρόπο η οξύνους Σανέλ, δείχνει ακόμη μια φορά πόσο καλά γνώριζε άθελά της τους νόμους της οικονομίας και της ψυχολογίας της αγοράς, νόμοι που ισχύουν και σήμερα στα είδη πολυτελείας. Στο τέλος του ίδιου χρόνου απαριθμούσε ήδη 300 υπαλλήλους. Η Κοκό πια, δεν παρασύρεται από την τάση της εποχής με τα δαπανηρά μπροκάρ, και τα πανάκριβα πολύτιμα υφάσματα, βλέποντας στα αγαπημένα της πλεκτά νέες προοπτικές χρησιμοποίησης από τις γυναίκες. Ο βασικός μάλιστα ανταγωνιστής της, εξαιτίας αυτού, την θεωρεί «μιζέρια για δισεκατομμυριούχους».
Aπο τις αντρικές κάλτσες στην βιομηχανία των ζέρσεΐ
Ακόμα και έτσι όμως σχεδιάστρια καταφέρνει να κάνει ακόμα μεγάλη καινοτομία όταν αγοράζει ένα στοκ από ζέρσεΐ ύφασμα που μέχρι τότε χρησιμοποιούντα αποκλειστικά για την παραγωγή εσωρούχων και αντρικών καλτσών!
Έκτοτε η ιστορία και η πορεία είναι λίγο πολύ γνωστή και μεγάλη, με πολύ γνωστά επίσης τα αποφθέγματά αυτής της ιδιαίτερης γυναίκας.
Αυτό που συμπεραίνουμε όμως είναι, πως η γυναίκα αυτή είχε την μοναδική ευφυία να γυρίσει το αρνητικό ή δύσκολο προς όφελος της. Η Σανελ χρησιμοποίησε τα ίδια της τα βιώματα, τη δύσκολη ζωή της, ως έμπνευση για τις δημιουργίες της, και αυτό σίγουρα βοήθησε στο να γίνει τόσο μοναδική, αλλά και να εμπνέει όλους εμάς ακόμα και σήμερα!
*από το βιβλίο Κοκό Σανέλ των Greta La Medica, Emanuele Mellini.