Μια θαυμάσια ιστορία της ελληνικής μυθολογίας, που θα βρούμε την ”θεία Δίκη” τον απομηχανής θεό, αλλά και την τεράστια αγάπη της μάνας προς τα παιδιά της, που συγκίνησε σε βάθος μέχρι και τον Ευριπίδη που για την Αντιόπη λέγεται πως έγραψε το καλύτερο έργο του, αλλά δυστυχώς δεν σώθηκε.
Η Αντιόπη ήταν κόρη του Νυκτέα βασιλιά της Θήβας. Ήταν πολύ όμορφη και την αγάπησε ο Δίας. Κάποιος που την είδε μαζί του χωρίς να ξέρει ότι ήταν ο Θεός, έτρεξε και το είπε στον πατέρα της. Λέγεται ότι ο Δίας μεταμορφώθηκε σε Σάτυρο για να την κατακτήσει
Εκείνη από τον φόβο της έτρεξε και έφυγε, και έφτασε στο βουνό Κιθαιρώνα. Εκεί συνάντησε έναν τοπικό Βασιλιά τον Επωπέα που την ζήτησε σε γάμο.
Ο πατέρας της όμως είχε θυμώσει τόσο πολύ για την φυγή της, που δεν άντεξε και πέθανε. Πριν πεθάνει όμως ζήτησε από τον αδελφό του τον Λύκο να υποσχεθεί ότι θα την τιμωρούσε για αυτή της την πράξη.
Ο Λύκος κράτησε την υπόσχεσή του και λίγες ημέρες μετά επιτέθηκε και τελικά κυρίεψε την πόλη του Επωπέα, και τον σκότωσε.
Η Αντιόπη κατάφερε να ξεφύγει και να κρυφτεί σε ένα δάσος και την επόμενη ημέρα η δυστυχισμένη γυναίκα έφερε στον κόσμο δύο παιδιά, δύο αγόρια. Τον Ζήθο και τον Αμφίωνα. Και επειδή φοβήθηκε ότι αργότερα θα την έβρισκε ο Λύκος, τότε αποφάσισε να δώσει τα δυο παιδιά της σε έναν αγαθό βοσκό που έμενε σε μια σπηλιά σε ένα δάσος, για να τα μεγαλώσει.
- Κράτησέ τα και ανέθρεψε τα όπως ταιριάζει στα παιδιά ενός Βασιλιά του είπε. Και μην πεις σε κανέναν ποιος σου τα έδωσε γιατί θα βάλεις τη ζωή τους σε κίνδυνο.
- Κράτησε το μυστικό ώσπου να πεθάνεις.
Ο βοσκός κράτησε την υπόσχεσή του και τα μεγάλωσε με τη γυναίκα του σαν δικά τους παιδιά.
τα μαρτυρια τησ αντιοπησ
Λίγες ημέρες αργότερα, η Αντιόπη έπεσε στα χέρια του Λύκου, και βρέθηκε να υπηρετεί την Δίρκη την όμορφη και σκληρή γυναίκα του Λύκου.
Έτσι από την ημέρα εκείνη άρχισε το μαρτύριο της Αντιόπης. Υπηρετούσε από το πρωί ως το βράδυ τη Δίρκη που της φερόταν με περιφρόνηση και βαρβαρότητα και τα βράδια τσακισμένη από την κούραση, κοιμόταν κατάχαμα, κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο.
Πόσες και πόσες νύχτες δεν έκλαιγε απαρηγόρητα για τι σκεφτόταν ότι θα πέθαινε και δεν θα έβλεπε τα παιδιά της. Μέρα νύχτα παρακαλούσε τους Θεούς να την γλυτώσουν από αυτό το μαρτύριο, αλλά φαίνεται πως οι Θεοί την είχαν ξεχάσει και τα χρόνια περνούσαν.
Ένα βράδυ όμως ο υπηρέτης που είχε αναλάβει να την οδηγεί στο δωμάτιό της, ξέχασε να κλειδώσει. Η Αντιόπη βρήκε την ευκαιρία που περίμενε και το έσκασε.
Βρήκε ένα παράθυρο ανοιχτό και από εκεί απόδρασε τρέχοντας με όλη της την δύναμη να βρεθεί εκτός Θήβας.
Είχε σκοπό να φτάσει στον Κιθαιρώνα και να δει τα αγαπημένα της παιδιά.
Αυτά θα τη βοηθούσαν πίστευε και ίσως να έπαιρναν εκδίκηση για τα μαρτύρια που πέρασε στο παλάτι του Λύκου.
Επιτέλους κάποτε έφτασε στη σπηλιά του βοσκού που είχε παραδώσει τα παιδιά της.
Απέξω είδε να κάθονται δύο παλικάρια και αμέσως τα αναγνώρισε. Ήταν τα παιδιά της. Τα γνώρισε αμέσως και η καρδιά της κόντευε να σπάσει από τα δυνατά χτυπήματα.
ΟΤΑΝ Η ΑΝΤΙΟΠΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΥΣ ΓΙΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΝΑ ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ
Παιδιά μου φώναξε και άνοιξε την αγκαλιά της, μα εκείνα την αντιμετώπισαν εχθρικά και αδιάφορα.
Και ενώ τους είπε με δάκρυα στα μάτια ότι είναι η μητέρα τους, ο Ζήθος της απάντησε ψυχρά πως η μητέρα τους είχε πεθάνει εδώ και χρόνια.
Η Αντιόπη ζήτησε τον βοσκό για να τους εξηγήσει αλλά μάταια. Ο Βοσκός έλειπε και τα παιδιά της, της είπαν πως είναι τρελή και αν συνεχίσει θα ξεχάσουν πως είναι γυναίκα και θα της φερθούν άσχημα.
Για κακή της τύχη μια πομπή πλησίαζε τη σπηλιά, με επικεφαλής την κακή Δίρκη!
Είχαν έρθει στην περιοχή για να προσφέρουν θυσίες στον ναό του Διόνυσου και σκόπευαν να ζητήσουν ένα ταύρο από τον βοσκό, έτσι έπεσαν πάνω στην Αντιόπη.
Πιάστε την, είναι μια τιμωρημένη δούλα που έφυγε από το παλάτι, είπε η Δίρκη.
Δυστυχώς τα παιδιά της που δεν την πίστευαν την έπιασαν αμέσως.
Και η Αντιόπη φώναζε με οδυρμό ‘’μην με παραδίδετε σε αυτή την καταραμμένη. Αν πάθω κακό από τα ίδια σας τα χέρια, δεν πρόκειται να σας συγχωρήσουν οι Θεοί.
Και η Δίρκη φώναζε ότι ήταν ψεύτρα και διέταξε την σκληρότερη τιμωρία. Να την δέσουν πάνω σε ένα ταύρο, και να τον αφήσουν ελεύθερο.
Ο Ζήθος ο γιος της έφερε το σκοινί και ετοιμάστηκε να δέσει την μάνα του.
Όμως ακριβώς εκείνη την στιγμή μια φωνή ακούστηκε.
Τι συμβαίνει εδώ;
Ήταν ο βοσκός που είχε επιστρέψει. Κοίταξε επίμονα την Αντιόπη και φυσικά την αναγνώρισε.
Βαθιά συγκινημένος είπε. ‘’ ναι δυστυχισμένα μου είναι η μητέρα σας δεν σας είπε ψέματα. Ούτε είναι τρελή, είναι η πραγματική σας μητέρα..
Και ενώ τα δύο αδέρφια ήταν έτοιμα να σκοτώσουν την ίδια τους την μάνα την αγκάλιασαν με δάκρυα χαράς.
Η ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΔΙΡΚΗΣ
Μάλιστα αντί για την Αντιόπη ήταν η Δίρκη που δέθηκε στον ταύρο και βρήκε τραγικό θάνατο.
Στο μεταξύ είχε καταφτάσει ο Λύκος με τους πολεμιστές του. Τα δύο αδέλφια έσπευσαν να τον συλλάβουν και να τον τιμωρήσουν σκληρά, ωστόσο κατάφερε να ξεφύγει.
Δεν θα γλίτωνε τον θάνατο αν δεν μεσολαβούσε ο Ερμής εντεταλμένος από τον Δία, και η εντολή ήταν να αφεθεί ελεύθερος.
Παράγγελνε ακόμα στον Λύκο να κάψει τη νεκρή γυναίκα του, και την στάχτη της να την σκορπίσει στα νερά της πηγής του Άρη, και να φύγει μακριά γιατί ήταν γραφτό τον θρόνο να τον πάρουν οι γιοί του.
Έτσι και έγινε η στάχτη της Δίρκης σκορπίστηκε στην πηγή και από τότε ως σήμερα η πηγή φέρει το όνομά της.
Ο Λύκος εξαφανίστηκε από την Θήβα, και τα δύο αδέλφια με την μητέρα τους Αντιόπη μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη.
Ο Ζήθος ανέλαβε Βασιλιάς και ο Αμφίωνας που του άρεσε πολύ η μουσική και έπαιζε λύρα, ώστε να ζωντανεύει ακόμα και τα άψυχα πράγματα έχτισε τα τείχη της Θήβας.
Και έγιναν τα τείχη ψηλά και γερά με επτά πύλες, όσες ήταν και οι χορδές της λύρας του Αμφίωνα.
Τα δύο αδέλφια οι Διόσκουροι της Θήβας ήταν τόσο αγαπημένα, που πέθαναν την ίδια ημέρα και τους έθαψαν μαζί ώστε να μείνουν ενωμένοι και μετά τον θάνατό τους.